- γογγυστής
- ο (AM γογγυστής) [γογγύζω]παραπονιάρης, μεμψίμοιρος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γογγυστής — murmurer masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γογγυσταῖς — γογγυστής murmurer masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γογγυσταί — γογγυστής murmurer masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γογγυστήν — γογγυστής murmurer masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γογγυστῶν — γογγυστής murmurer masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γόγγυσος — γόγγυσος, ο (Μ) ο γογγυστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < γογγύζω + (επίθημα) σος που απαντά σε λέξεις καθημερινής ομιλίας (πρβλ. μέθυσος, κραύγασος)] … Dictionary of Greek